- πολυσταύριο
- το / πολυσταύριον, ΝΜδιακόσμηση με σταυρούςνεοελλ.1. (λειτ.) το επισκοπικό φελόνιο το οποίο, για να διακρίνεται από το φελόνιο τών ιερέων, διακοσμήθηκε με πολλούς σταυρούς ή γωνίες σε σχήμα Γ, τα λεγόμενα γάματα ή γαμμάδια, οι οποίες συναποτελούσαν πολλά σχήματα σταυρού2. ο ζωστήρας τών μοναχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σταυρός + επίθημα -ιο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.